Στα πλαίσια των καθηκόντων τους οι Επιμελητές Ανηλίκων διενεργούν κοινωνικές έρευνες, συντάσσουν Εκθέσεις – Κοινωνικά Ιστορικά (που αποτελούν, ουσιαστικά, το πόρισμα της κοινωνικής έρευνας) και προτείνουν την κατάλληλη αναμορφωτική μεταχείριση των ανηλίκων.
Η κοινωνική έρευνα αποτελεί εργαλείο και μέσο τόσο συλλογής στοιχείων, που αφορούν τον ανήλικο και το οικογενειακό-κοινωνικό του πλαίσιο, όσο και παρέμβασης στον ίδιο τον ανήλικο και στο ευρύτερο περιβάλλον του.
Η κοινωνική έρευνα ξεκινάει, για τον κάθε ανήλικο παραβάτη, από τη στιγμή της επαφής του με την Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων, προκειμένου να διαγνωστούν οι ιδιαίτερες, εξατομικευμένες, ανάγκες του κάθε ανηλίκου και εφόσον χρειάζεται εξειδικευμένη παρέμβαση αυτή να υπάρξει στο ακέραιο.
Η παρέμβαση δε των Επιμελητών Ανηλίκων, και η παροχή των υπηρεσιών τους, απευθύνεται τόσο στον ίδιο τον ανήλικο όσο και στο οικογενειακό του περιβάλλον.
Συνεπώς η διαχείριση ενός (1) δηλωμένου, στατιστικά, περιστατικού συνεπάγεται την ενασχόληση του Επιμελητή Ανηλίκων με κατά μέσο όρο δύο (2) τουλάχιστον, ακόμα, άτομα (τους γονείς ή κηδεμόνες).
Ø Γενικά στόχος του Επιμελητή Ανηλίκων είναι η συνολική, αλλά παράλληλα και εξατομικευμένη, προσέγγιση των αναγκών και της προσωπικότητας του ανηλίκου αλλά και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος του.
H εξατομίκευση αυτή της παροχής υπηρεσιών από την πλευρά του Επιμελητή Ανηλίκων (για την οποία πρέπει να συνυπολογιστεί μία πλειάδα προσωπικών, κοινωνικών, πολιτισμικών, οικονομικών κ.ά παραμέτρων που αφορούν τον ανήλικο και το περιβάλλον του) συνιστά ποιοτικό παράγοντα εξαιρετικής σημασίας για το έργο των Επιμελητών Ανηλίκων που αυξάνει την εργασιακή προσπάθεια που απαιτείται ανά περίπτωση.
Ø Σημαντικό θα ήταν να αναφερθεί ότι η διεξαγωγή κάθε κοινωνικής έρευνας απαιτεί πολυεπίπεδες, συνήθως, ενέργειες και επαφές ενώ συχνά περιέχει και επιτόπια έρευνα στο οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του ανηλίκου ή/και συνεργασία με άλλους φορείς και υπηρεσίες που μπορεί να έχουν εμπλακεί με την περίπτωση του.
Συνακόλουθα κάθε κοινωνική έρευνα προϋποθέτει ένα μίνιμουμ εργασιακού χρόνου με την προϋπόθεση να πρόκειται για ένα «στρωτό» (όσο μπορεί να είναι τέτοιο μία περίπτωση ανήλικου παραβάτη) περιστατικό.
Για τα «δύσκολα» περιστατικά μία κοινωνική έρευνα συνήθως διαρκεί επί μακρό και διεξάγεται προς διάφορες κατευθύνσεις.
Συνέχιση και επικαιροποίηση δε της κοινωνικής έρευνας απαιτείται για όλα τα περιστατικά που παίρνουν αναβολή και έτσι για ένα (1) περιστατικό αρκετά συχνά έχουμε διαδοχικές έρευνες που το αφορούν (τόσο εν’ όψει μίας δικασίμου όσο και για την παρακολούθηση της πορείας του περιστατικού).
Ø Η ανάγκη γραπτής αποτύπωσης του πορίσματος της κοινωνικής έρευνας αποτελεί πάγια ενέργεια και απαιτείται για κάθε κοινωνική έρευνα (αρχική ή διαδοχική-συμπληρωματική) και αποτελεί καθήκον των Επιμελητών Ανηλίκων που τους επιβαρύνει ιδιαίτερα χρονικά.
Γίνεται αντιληπτό το τι σημαίνει αυτό, από άποψη φόρτου εργασίας, για «δύσκολα» περιστατικά για τα οποία γίνονται συχνά πολλαπλές και παράλληλες ενέργειες από την πλευρά του Επιμελητή Ανηλίκων.
Με βάση τα όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν γίνεται κατανοητό ότι ο απαιτούμενος, ανά κοινωνική έρευνα, χρόνος παρότι δεν μπορεί εύκολα να αποτυπωθεί ποσοτικά παρά ταύτα επιβαρύνει εργασιακά τους Επιμελητές Ανηλίκων.
Οι Επιμελητές Ανηλίκων εφαρμόζουν τα αναμορφωτικά μέτρα που επιβάλλονται από το Δικαστήριο Ανηλίκων και παρακολουθούν την τήρηση τους από την πλευρά του ανηλίκου ενώ παράλληλα είναι υπεύθυνοι στο να παρεμβαίνουν και να προτείνουν τη συμπλήρωση ή/και τον επαναπροσδιορισμό τους όταν τα επιβαλλόμενα μέτρα δεν επαρκούν ή αυτό κρίνεται αναγκαίο ή είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου (μετατροπή ή άρση του αναμορφωτικού μέτρου επανεισάγοντας την υπόθεση στο δικαστηριο).
Αυτό σημαίνει ότι η παρέμβαση τους διαρκεί καθ’ όλο το διάστημα εφαρμογής ενός αναμορφωτικού μέτρου (κυρίως όταν επιβάλλεται το μέτρο της Επιμέλειας Υπηρεσίας Επιμελητών αλλά όχι μόνο) και συνακόλουθα αυτό δημιουργεί αύξηση του πραγματικού εργασιακού τους όγκου που δεν αποτυπώνεται όταν το περιστατικό δηλώνεται σαν αριθμητική μονάδα.
Ø Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι το είδος του αναμορφωτικού μέτρου, όσο «ελαφρύ» και αν θεωρείται, δεν επηρεάζει, ποιοτικά και χρονικά, την παρέμβαση που απαιτείται για κάθε περίπτωση ή την εργασιακή προσπάθεια που αφιερώνεται σε αυτό.
Ø Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το μέτρο της «Επίπληξης» που θεωρείται ένα γενικά «ελαφρύ» μέτρο.
Το μέτρο της Επίπληξης επιβάλλεται και σε ανηλίκους που έχουν διαπράξει σοβαρές παραβατικές πράξεις και αυτό συμβαίνει λόγω της έγκαιρης και αποτελεσματικής παρέμβασης των Επιμελητών Ανηλίκων, της μεταστροφής της συμπεριφοράς του ανήλικου και της πρόθεσης του Δικαστηρίου να μη τον στιγματίσει.
Ø Το ίδιο ισχύει, συχνά, και για τις αθωωτικές αποφάσεις καθώς επίσης και για τις περιπτώσεις επιβολής των αναμορφωτικών μέτρων της διαμεσολάβησης και της καταβολής αποζημίωσης στο θύμα (για τα δύο αυτά αναμορφωτικά μέτρα πάντα προϋποτίθεται προετοιμασία και παρέμβαση από την πλευρά της Υπηρεσίας μας).
Γενικά απαιτείται ένα μίνιμουμ χρόνου συνεργασίας και παρέμβασης για κάθε περιστατικό που αναλαμβάνει ένας Επιμελητής Ανηλίκων ο οποίος δεν είναι αμελητέος μία και απαιτεί συγκεκριμένες κάθε φορά ενέργειες κοινωνικής διερεύνησης και παρέμβασης.
Μία από τις βασικές αρμοδιότητες του Επιμελητή Ανηλίκων αποτελεί η παραπομπή περιστατικών σε άλλους Φορείς ή Υπηρεσίες.
Η παραπομπή μπορεί να γίνει είτε προδικαστικά (όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο από την κοινωνική έρευνα ή αξιολογείται ότι θα είναι προς όφελος του ανήλικου), είτε στα πλαίσια της εφαρμογής κάποιου αναμορφωτικού μέτρου (π.χ. επιβολή θεραπευτικών μέτρων).
Η αναγκαιότητα της παραπομπής, προδικαστικά, στοιχειοθετείται επαγγελματικά – επιστημονικά από τα στοιχεία - πορίσματα της κοινωνικής έρευνας.
Κάθε παραπομπή που γίνεται σε άλλο φορέα ή Υπηρεσία (και λόγω της ποικιλίας και συχνά της πολυπλοκότητας των περιστατικών που διαχειρίζονται οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων γίνονται συχνά παραπομπές) απαιτεί αρκετή προετοιμασία από την πλευρά του Επιμελητή Ανηλίκων τόσο σε σχέση με τον ανήλικο και το οικογενειακό - κοινωνικό του περιβάλλον όσο και με τους φορείς που θα γίνει η παραπομπή.
Επιπρόσθετα μετά την παραπομπή απαιτείται συνέχιση της συνεργασίας του Επιμελητή Ανηλίκων με το φορέα υποδοχής για την παρακολούθηση της πορείας και εξέλιξης του περιστατικού.
Ø Γενικά η ευθύνη της εποπτείας όλης της διαδικασίας παραπομπής ανήκει εξ’ ολοκλήρου στις Υπηρεσίες μας κάτι που απαιτεί επιπλέον εργασιακό χρόνο.
Η περίπτωση των παραπομπών γίνεται εργασιακά ακόμα πιο επιβαρυντική αν αναλογιστεί κανείς ότι στις πλείστες των περιπτώσεων που ο ανήλικος παραβάτης διακόψει τη συνεργασία του με το φορέα στον οποίο έχει παραπεμφθεί αυτός επιστρέφει στις Υπηρεσίες μας.
Συνακόλουθα ένας ανήλικος που ποσοτικά καταγράφεται ως μονάδα στις περιπτώσεις παραπομπής μπορεί ουσιαστικά να επιβαρύνει εργασιακά τις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων σαν παραπάνω από ένα (1) περιστατικά.
Θα πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι εκτός από το πεδίο παρέμβασης που αναφέρεται ανωτέρω, και στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, ο Επιμελητής Ανηλίκων δραστηριοποιείται σε τομείς που αφορούν:
Α) Εντοπισμό, διάγνωση και αξιολόγηση αναγκών ή ελλείψεων καθώς και υφισταμένων ικανοτήτων και δεξιοτήτων του ανηλίκου και των μελών της οικογένειας του.
Β) Κατάρτιση ατομικού σχεδίου εκπαιδευτικής, κοινωνικής και επαγγελματικής δράσης - προγραμματισμού για τον ανήλικο και τα μέλη της οικογένειας του.
Γ) Ενίσχυση και καλλιέργεια εργασιακού ήθους, κοινωνικών δεξιοτήτων και κοινωνικών πρακτικών για τον ανήλικο.
Δ) Ενημέρωση του ανηλίκου και της οικογένειας του για ευκαιρίες και δυνατότητες εκπαίδευσης και εργασιακής απασχόλησης και γενικότερα οικογενειακής και ατομικής κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης – ένταξης.
Ε) Ενημέρωση του ανηλίκου και της οικογένειας του για υπηρεσίες και παροχές προνοιακού χαρακτήρα και συνεργασία με τους φορείς που τις παρέχουν.
ΣΤ) Ενημέρωση – συμβουλευτική υποστήριξη του ανηλίκου και της οικογένειας του για θεσμικά, κοινωνικά και νομικά ζητήματα.
Ζ) Συνεργασία και δικτύωση με δημόσιους ή και ιδιωτικούς Φορείς απασχόλησης, δημόσιους Φορείς Πρόνοιας και μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που ασχολούνται με το παιδί και τον έφηβο.
Ø Τα καθήκοντα αυτά, παρότι δεν μπορούν εύκολα να αποτυπωθούν ποσοτικά (όπως π.χ. οι παραπομπές), προστίθενται σε αυτά που αναφέρθηκαν ανωτέρω και καθορίζουν επίσης σημαντικά τον εργασιακό χρόνο και φόρτο ανά περιστατικό.
Εκτός των ανωτέρω οι Επιμελητές Ανηλίκων, ως οι πλέον ειδικοί σε θέματα ανήλικης παραβατικότητας, συχνά παρεμβαίνουν σε επίπεδο κοινότητας ασκώντας έργο πρωτογενούς πρόληψης.
Οι παρεμβάσεις αυτές γίνονται είτε με πρωτοβουλία των ιδίων των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων είτε μετά από πρωτοβουλία φορέων της ίδιας της Κοινότητας.
Οι παρεμβάσεις- δράσεις πρωτογενούς πρόληψης στοχεύουν:
α) στο μαθητικό πληθυσμό (με τη μορφή εκπαιδευτικών προγραμμάτων-εργαστηρίων πρόληψης παραβατικότητας)
β) σε μαθητές ή άλλα ανήλικα άτομα (μέσω ατομικής – οικογενειακής συμβουλευτικής) που εκφράζουν την επιθυμία συνεργασίας με Επιμελητή Ανηλίκων.
γ) την ευρύτερη κοινότητα ( συγκεκριμένα εκπαιδευτικούς και γονείς) με τη μορφή διαλέξεων –συζητήσεων.
Στο ίδιο πλαίσιο, της παρέμβασης στην Κοινότητα, εντάσσονται και τα προγράμματα κυκλοφοριακής αγωγής που υλοποιούνται σε συνεργασία με κατάλληλους φορείς.
Τέτοιου τύπου παρεμβάσεις-δράσεις αποτελούν ανάχωμα στην εκδήλωση παραβατικών συμπεριφορών και προσφορά στην Κοινότητα.
Πέρα από τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των Επιμελητών Ανηλίκων, που προκύπτουν από τη διαχείριση των περιστατικών τους, όλες οι εργαζόμενοι που ανήκουν σε Υπηρεσίες που έχουν λιγότερα από δέκα (10) εργαζόμενους υποχρεούνται να αναλάβουν και τη γραμματειακή, και γενικά γραφειοκρατική, λειτουργία των Υπηρεσιών τους.
Αυτό επιβαρύνει τους Επιμελητές Ανηλίκων τόσο ποσοτικά (τους επιφορτίζει με επιπλέον, αμιγώς διοικητικά, καθήκοντα) όσο και ποιοτικά μια και τους αφαιρεί πολύτιμο χρόνο που θα μπορούσε να αφιερωθεί στη διαχείριση των περιστατικών τους.
Κάνοντας μία συνολική εκτίμηση του περιεχομένου και του εύρους της δουλειάς των Επιμελητών ανηλίκων (συνδυαστικά με τις ιδιαίτερες ανάγκες και τα χαρακτηριστικά που συνήθως έχουν οι ανήλικοι παραβάτες και το περιβάλλον τους) γίνεται κατανοητό ότι αυτή αφορά ένα πολυεπίπεδο πεδίο παρέμβασης και δράσης που αυξάνει σημαντικά το μέσο χρόνο που αφιερώνεται ανά περιστατικό και απαιτεί συχνά επίμονη και επίπονη προσπάθεια.
Σε κάποιες δε περιπτώσεις (π.χ. στα περιστατικά ουσιοεξάρτησης ή αυτά της «Πρόληψης») ο ανήλικος και η οικογένεια του παραμένουν επί ιδιαίτερα μακρύ χρόνο σε επαφή με τις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και κάποιες φορές ένα (1) περιστατικό μπορεί να απασχολεί μία Υπηρεσία επί σειρά ετών.
Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να λαμβάνονται πάντα υπόψη παράλληλα με την απλή ποσοτική αποτύπωση του όγκου δουλειάς ανά Υπηρεσία ή Επιμελητή Ανηλίκων σε δεδομένο χρόνο (π.χ. τη διάρκεια ενός δικαστηριακού έτους).
Ø Χαρακτηριστικό στοιχείο των Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων, σε επίπεδο ποιοτικής αποτίμησης του έργου τους, αποτελεί το γεγονός ότι ουσιαστικά είναι οι μόνες εξειδικευμένες Υπηρεσίες που ασχολούνται με τον ανήλικο παραβάτη τόσο στα πλαίσια του ποινικού συστήματος όσο και γενικότερα στο χώρο της εν γένει πρόληψης της παραβατικότητας.
Το στοιχείο αυτό αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς ότι οι υπηρεσίες που προσφέρουν οι Επιμελητές Ανηλίκων απευθύνονται σε ανήλικους που προέρχονται από ιδιαίτερα ευαίσθητες και κοινωνικά ευάλωτες ομάδες.
Ø Η συνεργασία δε πολλών από τους ανήλικους αυτούς με τις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων αποτελεί τη μόνη τους δυνατότητα και ευκαιρία να αποκτήσουν κάποιου βαθμού πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες και να λάβουν κοινωνική - ψυχολογική στήριξη.
Ιδιαίτερα για κάποιες ομάδες ανηλίκων (π.χ. μετανάστες, πρόσφυγες ή Ρομά) η επαφή τους με τις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων αποτελεί το μοναδικό, ίσως, συνδετικό κρίκο με τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό και τη μοναδική, ουσιαστική, ευκαιρία τους για προσωπική και οικογενειακή ανάπτυξη και κυρίως κοινωνική-πολιτισμική ένταξη.
Σε κάποιες μάλιστα γεωγραφικές περιοχές οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων αποτελούν τις μόνες Υπηρεσίες κοινωνικής πολιτικής που υπάρχουν σε αυτές και συνακόλουθα λειτουργούν σαν αποδέκτες μίας πλειάδας διαφορετικών αιτημάτων, που αφορούν το πεδίο της προστασίας ανηλίκων, ακόμα και αιτήματα προνοιακού χαρακτήρα.
Ø Το έργο των Επιμελητών Ανηλίκων, στο σύνολο του, προασπίζει και προάγει το ευρύτερο συμφέρον και τα δικαιώματα του ανηλίκου όπως αυτά προκύπτουν από τις διατάξεις του Δικαίου Ανηλίκων.
Ιδιαίτερα δε για το χώρο της ανήλικης παραβατικότητας η συμβολή τους είναι ανεκτίμητη για τον περιορισμό του κοινωνικού στιγματισμού του ανήλικου παραβάτη, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τις πληθυσμιακά μικρές περιοχές και όχι μόνο.
Σημαίνουσας σημασίας, ποιοτικά, είναι το γεγονός ότι η επαγγελματική ταυτότητα του Επιμελητή Ανηλίκων και ο επαγγελματικός του ρόλος προσδιορίζει και το πεδίο στο οποίο ο ίδιος βιωματικά κινείται.
Οι Επιμελητές ανηλίκων αναπτύσσουν ένα εσωτερικό σύνδεσμο με το έργο και την προσφορά τους, λόγω της ιδιαιτερότητας του εργασιακού τους πεδίου, και συνακόλουθα η αποτελεσματική παρέμβαση στον ανήλικο παραβάτη και το οικογενειακό-κοινωνικό του περιβάλλον αποτελεί, συχνά, ένα προσωπικό κοινωνικό και επαγγελματικό στοίχημα.
ØΣτο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί και το πόσο καταλυτική μπορεί να αποβεί για την περαιτέρω εξέλιξη του ανήλικου παραβάτη η προσωπική του επαφή, η επικοινωνία και η ανάπτυξη σχέσης εμπιστοσύνης με τον Επιμελητή Ανηλίκων.
Η ανάπτυξη σχέσης εμπιστοσύνης με τον ανήλικο παραβάτη και την οικογένεια του αποτελεί το θεμέλιο λίθο της συνεργασίας τους με τις Υπηρεσίες Επιμελητών ανηλίκων και ουσιαστικό ποιοτικό στοιχείο της εργασίας των επιμελητών ανηλίκων.
Το ποιοτικό αυτό στοιχείο είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου των Επιμελητών Ανηλίκων που συμβάλει καταλυτικά στην εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής του Ποινικού Δικαίου Ανηλίκων «διαπαιδαγώγηση στη θέση της τιμωρίας».
Ø Βασικό χαρακτηριστικό του έργου ενός Επιμελητή Ανηλίκων, και το οποίο
έχει ιδιαίτερη, ποιοτικά, σημασία για τον ανήλικο παραβάτη και το περιβάλλον του αποτελεί τ’ ότι η παρέμβαση του αφορά όλα τα στάδια της πορείας του ανηλίκου στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης αλλά και πέρα από αυτό.